- ρωγοβύζι
- το соска, рожок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρωγοβύζι — το, Ν 1. θηλή από ελαστικό που τοποθετείται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα, αλλ. θήλαστρο, πιπίλα 2. (κατ επέκτ.) η φιάλη η οποία έχει στο στόμιό της την παραπάνω θηλή, αλλ. μπιμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα + βυζί] … Dictionary of Greek
ρωγοβύζι — το το θήλαστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλαστρο — το ρωγοβύζι, μπιμπερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπίλα — η (λ. ιταλ.), καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα. 2. λαστιχένια θηλή για τα μωρά, αλλιώς ρωγοβύζι, το: Δώσε στο παιδί την πιπίλα του να ησυχάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)